φρήταρχος

φρήταρχος
φρήταρχ-ος, ,
A = φρατρίαρχος, ib. 759 (ibid.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φρήταρχος — ὁ, Α βλ. φρατρίαρχος …   Dictionary of Greek

  • φρατρίαρχος — και φρήταρχος, ὁ, Α αρχηγός φρατρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρατρία + αρχος*] …   Dictionary of Greek

  • φρατριαρχώ — και φρηταρχῶ, έω, Α [φρατρίαρχος / φρήταρχος] είμαι φρατρίαρχος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”